- μελῳδικῆς
- μελῳδικόςby means of melodyfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντίφωνο — Προέρχεται από τη βυζαντινή και συριακή λειτουργία και είναι ένα από τα παλαιότερα στοιχεία του λειτουργικού μέλους, που ο άγιος Αμβρόσιος, επίσκοπος του Μιλάνου περιέλαβε στη χριστιανική λατρεία στα τέλη του 4ου αι. Με το α., όπως άλλωστε… … Dictionary of Greek
κολορατούρα — η μουσ. 1. τύπος καλλωπισμού ή επέκτασης τής μελωδικής γραμμής ο οποίος περιέχει γρήγορα περάσματα, κλίμακες και τρίλλιες 2. τύπος τής φωνής σοπράνο με μεγάλη προς τα επάνω έκταση, με μεγάλη ευκινησία, ευλυγισία και δεξιοτεχνικές ικανότητες.… … Dictionary of Greek
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
περίοδος — Τμήμα του λόγου που αποτελείται από μία ή περισσότερες προτάσεις. Στον γραπτό λόγο, μια π. χωρίζεται συνήθως από τις άλλες με τελεία, θαυμαστικό ή ερωτηματικό. Η διάκριση των π. σε δύο τύπους, την απλή π. (με μία μόνο πρόταση) και τη σύνθετη (με… … Dictionary of Greek
τονισμός — ο, Ν [τονίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τονίζω 2. γραμμ. α) η έξαρση τής φωνής κατά την προφορά τής τονισμένης συλλαβής μιας λέξης β) το τονικό σύστημα μιας γλώσσας 3. μουσ. η ενέργεια και ο τρόπος με τον οποίο εκπέμπεται ένας φθόγγος 4 … Dictionary of Greek
φούγκα — (Μουσ.). Η πιο ολοκληρωμένη πολυφωνική μουσική μορφή –φωνητική ή ενόργανη– με το όνομα της οποίας συνδέεται η έννοια της ροής της αμοιβαίας φυγής των διαφόρων μερών ή φωνών του μουσικού λόγου. Η μορφική έννοια της φ. έχει ως επίκεντρο την… … Dictionary of Greek
φρότολα — (frόttola). Ποιητική σύνθεση λαϊκής καταγωγής που –με ακανόνιστο μέτρο και ομοιοκαταληξίες χωρίς τάξη– συνδέει αποφθέγματα, παράξενες σκέψεις, φράσεις συνδυασμένες χωρίς κανένα λογικό ειρμό και με αστεία διάθεση. Αναπτύχθηκε στην Ιταλία και… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Βερατσίνι, Φραντσέσκο Μαρία — (Francesco Maria Veracini, Φλωρεντία 1690 – Πίζα 1768). Ιταλός συνθέτης και βιολιστής. Αφού συμπλήρωσε τις μουσικές του σπουδές, άρχισε με εξαιρετική επιτυχία τη σταδιοδρομία του ως βιρτουόζος του βιολιού. Πήγε στο Λονδίνο, όπου έγινε δεκτός με… … Dictionary of Greek
Γιάκοπο ντα Μπολόνια — (Jacopo da Bologna, 15ος αι.). Ιταλός μουσικός. Συνέθεσε μαδριγάλια, μπαλάντες και διάφορα άλλα τραγούδια, τα οποία διακρίνονται για τη λεπτότητα της μελωδικής τους έμπνευσης. Υπήρξε αντίπαλος του μουσικού κινήματος Ars nova (Νέα τέχνη). Το… … Dictionary of Greek